- ταρταρίζω
- ΜΑ [Τάρταρος]τρέμω από το κρύο, τουρτουρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ταρταρίζειν — Ταρταρίζω quake with cold pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τουρτουρίζω — Ν [ταρταρίζω] τρέμω από το κρύο ή από φόβο … Dictionary of Greek